ιμέρα

ιμέρα
Αρχαία πόλη της Σικελίας. Ήταν χτισμένη στη βόρεια παραλία του νησιού, δυτικά των εκβολών του ομώνυμου ποταμού. Η Ι. ιδρύθηκε στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. από αποίκους της Ζάγκλης και από Συρακούσιους εξόριστους. Τα νομίσματά της του 6ου και 5ου αι. π.Χ. μαρτυρούν την ευημερία της πόλης. Το 480 π.Χ. Καρχηδόνιοι, έχοντας μαζί τους τον πρώην τύραννο της πόλης Τήριλλο, τον οποίο είχε εκδιώξει ο τύραννος του Ακράγαντα Θήρων, πολιόρκησαν την πόλη. Νικήθηκαν όμως από τον Γέλωνα των Συρακουσών και τον Θήρωνα στην περίφημη μάχη της Ι. Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, η Ι. έμεινε πιστή στους Συρακούσιους. Το 409 π.Χ. οι Καρχηδόνιοι κατέλαβαν την πόλη και την κατέστρεψαν τελείως. Όσοι επέζησαν, μετοίκησαν στην καρχηδονιακή αποικία Iμεραίες Θέρμες. Από την Ι. σώζονται τα ερείπια ενός μεγάλου δωρικού ναού, ο οποίος χτίστηκε μεταξύ 475 και 470 π.Χ. Επίσης, έχουν ανακαλυφθεί κατάλοιπα ενός παλαιότερου ναού.
* * *
ἡ (Α ἱμέρα)
νεοελλ.
λεπιδόπτερο τής οικογένειας γεωμετρίδες
αρχ.
ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. ημέρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἱμέρα — Ἱμέρᾱ , Ἵμερα fem nom/voc/acc dual Ἱμέρᾱ , Ἱμέρη fem nom/voc/acc dual Ἱμέρᾱ , Ἱμέρη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱμέρα — ἱμέρᾱ , ἱμέρα fem nom/voc/acc dual ἱμέρᾱ , ἱμέρα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱμέρᾳ — Ἱμέρᾱͅ , Ἵμερα fem dat sg (attic doric aeolic) Ἱμέρᾱͅ , Ἱμέρη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱμέρᾳ — ἱμέρᾱͅ , ἱμέρα fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἵμερα — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἵμερα — ἵ̱μερα , ἵμερος longing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱμέρας — Ἱμέρᾱς , Ἵμερα fem acc pl Ἱμέρᾱς , Ἵμερα fem gen sg (attic doric aeolic) Ἱμέρᾱς , Ἱμέρη fem acc pl Ἱμέρᾱς , Ἱμέρη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱμέρας — ἱμέρᾱς , ἱμέρα fem acc pl ἱμέρᾱς , ἱμέρα fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱμέραν — ἱμέρᾱν , ἱμέρα fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱμέραν — Ἱμέρᾱν , Ἱμέρη fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”